- παρακίναιδος
- παρακίναιδος [ῐ], ὁ,A = κίναιδος, f.l. in D.L.4.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακίναιδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακίναιδος — ὁ, Α (με επιτιμ. σημ.) ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κίναιδος «αισχρός, κακοήθης»] … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek